- αποθησαύριση
- αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, οη αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.