αποθησαύριση

αποθησαύριση
αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, ο
η αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… …   Dictionary of Greek

  • αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… …   Dictionary of Greek

  • αθησαύριστος — ἀθησαύριστος, η, ο [θησαυρίζω] αυτός που δεν θησαυρίστηκε ή δεν μπορεί να θησαυριστεί, να περισυλλεχθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει καταγραφεί σε συλλογή (λέξη, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.) αρχ. 1. ο ακατάλληλος για αποθησαύριση 2. (για τροφές) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • αποθησαυρισμός — ο (Α ἀποθησαυρισμός) η αποθήκευση νεοελλ. αποθησαύριση …   Dictionary of Greek

  • αποθησαυριστικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από αποθησαύριση ή αναφέρεται σ αυτήν …   Dictionary of Greek

  • αποθησαύρισμα — το 1. η αποθησαύριση 2. ό,τι έχει αποθησαυριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”